Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

ΚΑΝΤΙΝΣΚΙ





Καντίνσκυ Βασίλι





Συγγραφέας, ζωγράφος και καθηγητής, ο Καντίνσκυ υπήρξε από τους πρωτοπόρους της αφηρημένης τέχνης. Γεννημένος στη Ρωσία, αποφάσισε σε ηλικία 30 ετών να γίνει ζωγράφος και μετακόμισε στη Γερμανία, όπου έγινε η κεντρική μορφή των διαδοχικών καλλιτεχνικών κινημάτων. Για πολλούς λόγους, υπήρξε ο τολμηρότερος καλλιτεχνικός επαναστάτης του 20ου αιώνα.
Ο Βασίλι Καντίνσκυ (Kandinsky), γεννήθηκε στη Μόσχα στις 4 Δεκεμβρίου του 1866, μοναχοπαίδι, με πατέρα ένα πλούσιο έμπορο τσαγιού που καταγόταν από τη Σιβηρία, και μητέρα τη Λυδία, μια όμορφη και μορφωμένη Μοσχοβίτισσα. Ο Καντίνσκυ κρατούσε πάντα στη μνήμη του ζωντανές τις αναμνήσεις από τη Μόσχα, με τον ήλιο να δύει γλυκά πάνω στους χρυσαφένιους τρούλους και στους πύργους των εκκλησιών “σαν φινάλε συμφωνίας σε ροζ, λιλά, πράσινο, τριανταφυλλί και μπλε”. Το 1871, η οικογένειά του μετακόμισε στην Οδησσό, στη Μαύρη Θάλασσα και οι γονείς του χώρισαν. Η θεία του Ελίζαμπεθ Τίτσεφ ανέλαβε όλο το νοικοκυριό και διηγιόταν στο μικρό αγόρι Ρωσικά παραμύθια που ποτέ του δεν λησμόνησε. Στην Οδησσό- την πιο κοσμοπολίτικη πόλη της Ρωσίας, ο Καντίνσκυ πήγε σχολείο, και διακρίθηκε στη τέχνη και τη μουσική μαθαίνοντας τσέλο και πιάνο. Η μουσική στάθηκε σταθμός στη ζωή του, υποσχόμενη μια “αγνή τέχνη” που δεν σχετίζεται με τον εξωτερικό κόσμο.
Ήδη σε ηλικία 14 ετών ζωγράφιζε αποκλειστικά με λάδι, αποφάσισε όμως να στραφεί στα νομικά επειδή μια τέτοια καριέρα ήταν περισσότερο επικερδής και κοινωνικά αποδεκτή. Το 1886 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Μόσχας για να σπουδάσει νομικά και οικονομικά, όπου και διέπρεψε. Μετά την αποφοίτησή του το 1892, αποδέχτηκε θέση διδασκαλία στη Νομική Σχολή της Μόσχας και παντρεύτηκε την ξαδέλφη του Άνια Τσιμίκιν. Το 1896, σε ηλικία 30 μόλις ετών, τον ανακήρυξαν καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ντόρπατ της Εσθονίας.
Περιέργως απέρριψε τη θέση του καθηγητή, τερματίζοντας την καριέρα του στα Νομικά ενώ για σύντομο χρονικό διάστημα έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής τυπογραφικής εταιρείας. Η άρνηση αυτή ήταν αποτέλεσμα μιας έκθεσης στη Μόσχα τον προηγούμενο χρόνο, όπου για πρώτη φορά είδε έργα των Ιμπρεσσιονιστών, ιδιαίτερα το περίφημο “Θημωνιές” του Μονέ. “Πριν από αυτό”, έγραψε αργότερα “γνώριζα μόνο τη ρεαλιστική ζωγραφική κυρίως των Ρώσων... Ξαφνικά για πρώτη φορά είδα ένα πραγματικό πίνακα. Δεν κατάλαβα πως ήταν μια “Θημωνιά” μέχρις ότου το διάβασα στον κατάλογο... Ένιωσα πως ο πίνακας δεν είχε θέμα και παραξενεύτηκα όταν παρέμεινε ανεξίτηλα καρφωμένος στο μυαλό μου... Μου φαινόταν προικισμένος με μια καταπληκτική δύναμη.”
Εμπνευσμένος απ΄ αυτή την αποκάλυψη, ο Καντίνσκυ και η γυναίκα του εγκατέλειψαν τη Ρωσία το 1896 και πήγαν στο Μόναχο, καλλιτεχνική πρωτεύουσα της Γερμανίας εκείνη την εποχή. Στην αρχή έκανε ιδιαίτερα μαθήματα, και στη συνέχεια, το 1900, παρακολούθησε τα τμήματα του Φραντς Βον Στακ, στην Ακαδημία του Μονάχου.
Ο Καντίνσκυ δίδαξε στη “Φάλαγξ” και στο τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου βρέθηκε σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση χάρις σε μια γενναιόδωρη βοήθεια του πατέρα του. Εκείνη την εποχή τον περιγράφουν να έχει έναν επιφυλακτικό, λόγιο ακόμα και αριστοκρατικό αέρα. Το ατελιέ του, όπως και ο ίδιος, ήταν ιδιαίτερα τακτικό. Αστειευόταν λέγοντας πως μπορούσε να ζωγραφίζει και με επίσημο ένδυμα. Το 1902 συνάντησε την καλλιτέχνιδα Γκαμπριέλ Μούντερ που έγινε η ερωμένη του - μετά τη διάλυση του γάμου του εκείνη τη χρονιά. Όταν η “Φάλαγξ” διαλύθηκε το 1904, ταξίδευσαν πολύ στην Ιταλία, Ολλανδία, Ελβετία, Τυνησία και Γαλλία που έζησε για ένα χρόνο. Στο Παρίσι εξέθετε συχνά στο Φθινοπωρινό Σαλόνι από το 1904 μέχρι το 1910. Το 1906 το Φθινοπωρινό Σαλόνι είχε γνωρίσει τον ερχομό του “Φωβισμού” υπό τον Ματίς που τα βίαια χρώματά του κατέπληξαν τους κριτικούς. Συνεπήραν τον Καντίνσκυ που επέστρεψε στο Παρίσι και άρχισε να ζωγραφίζει μανιωδώς. Η τέχνη του καθρέπτιζε το καινούργιο πάθος , όπως στο “Τοπίο Με Πύργο” ή στο “Παράδεισος”. Στο Μόναχο ο Καντίνσκυ συνάντησε τον ρώσο Αλεξέϊ Βον Γιολένσκυ-επηρεασμένο από τους “Φωβιστές”- τον Φραντς Μάρκ, μυστικοπαθή Γερμανό και τέλος τον γεννημένο στην Ελβετία Πάουλ Κλέε που έγινε φίλος του για όλη του τη ζωή.
Το 1910 ο Καντίνσκυ προχώρησε στην πλήρη αφαίρεση, απλοποιώντας τις εκτεταμένες περιοχές παλλόμενου χρώματος που χρησιμοποιούσαν οι “Φωβιστές” έτσι ώστε η γραμμή και το χρώμα, αντί να περιγράφουν τα αντικείμενα να είναι το μέσο έκφρασης δικών του συναισθημάτων και οραμάτων. Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το 1914 συνειδητά δημιούργησε τους πρώτους αφηρημένους πίνακες στη δυτική τέχνη μιας σειράς έργων που ονομάστηκαν “Συνθέσεις, Αυτοσχεδιασμοί και Εντυπώσει”.
Η αρχική έμπνευσή του δημιουργήθηκε, όπως είπε, όταν ένα απόγευμα μπαίνοντας στο ατελιέ του, δεν αναγνώρισε κάποιο πίνακά του, που ήταν τοποθετημένος ανάποδα και είδε σ΄ αυτόν “μια καταπληκτική ομορφιά που έλαμπε με μια εσωτερική ακτινοβολία”.
Διακόπτοντας τη σχέση του με άλλες καλλιτεχνικές ομάδες υπήρξε ο συνιδρυτής της ομάδας “Γαλάζιος Καβαλάρης”, το 1911, μαζί με τον Φραντς Μάρκ, στην οποία αργότερα προσχώρησαν ο Κλέε και άλλοι νέοι καλλιτέχνες. Στα μέλη του “Γαλάζιου Καβαλάρη” συγκαταλέγονταν τελείως ανόμοιοι καλλιτέχνες - ο Πικάσο και ο Μπρακ εξέθεταν μαζί τους - που τους συνέδεε η κοινή επιθυμία να εκφράσουν τις πνευματικές αξίες στην τέχνη. Ο Καντίνσκυ έγραψε το βιβλίο του “Για το Πνευματικό στην Τέχνη” που αναπτύσσει τις μυστικιστικές του απόψεις επηρεασμένες από μυημένους συγγραφείς. Ανάμεσα στους καινούργιους φίλους του της εποχής εκείνης ήταν ο συνθέτης Άρνολντ Σόϊνμπεργκ που συνάντησε το 1911, του οποίου οι ιδέες για τη μουσική ταίριαζαν μ΄ αυτές του Καντίνσκυ για την αφηρημένη τέχνη.
Το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου τον Αύγουστο του 1914 διέλυσε τον “Γαλάζιο Καβαλάρη” αναγκάζοντας τον Ρώσο Καντίνσκυ να επιστρέψει βιαστικά στην πατρίδα του. Πίσω στη Μόσχα μόνος του χωρίς τη Γερμανίδα Γκαμπριέλε, που δεν της επιτρεπόταν να τον ακολουθήσει στη Ρωσία, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε το 1917 την πολύ νεώτερή του Νίνα Αντριέφσκυ. Έζησε ευτυχισμένος μαζί της μέχρι το θάνατό του. Δεν έκαναν όμως παιδιά.
Το πραξικόπημα των Μπολσεβίκων τη χρονιά εκείνη χειροτέρευσε ακόμα περισσότερο τη ζωή στη Ρωσία. Ο Καντίνσκυ, που έφτασε στα όρια της φτώχειας, ανέλαβε μια θέση στο Λαϊκό Κομισαριάτο της Διαφώτισης. Δεν συμπαθούσε όμως τις εξελίξεις στη Ρωσία και δεν μπόρεσε να συνεχίσει με τη ζωγραφική.
Το Δεκέμβριο του 1921 του επετράπη να γυρίσει στη Γερμανία με τη Νίνα, όπου ο Κλέε του βρήκε μια θέση διδασκαλίας στο Μπάουχάους στη Βαιμάρη (Πρότυπος Σχολή του Βάλτερ Γκρόπιους).
Η ζωντανή, πολύ προοδευτική ατμόσφαιρα του “Μπάουχάους”, βοήθησε στην αποκατάσταση της δημιουργικής δύναμης του Καντίνσκυ. Άρχισε να ζωγραφίζει με μια καινούργια, περισσότερο λιτή τεχνοτροπία, που αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα στο “Μαύρο Τετράγωνο” ή στο “Κίτρινο-Κόκκινο-Μπλε” όπου καθαρά γεωμετρικές μορφές συγκρούονται.
Το 1926 έγραψε το “Σημείο και Γραμμή σε σχέση με την Επιφάνεια”, εκθέτοντας τις απόψεις του. Τα έργα του ξανάρχισαν να πωλούνται και έτσι μπόρεσε να ταξιδέψει στη Γαλλία, στην Ελβετία και στο Βέλγιο.
Όταν οι Ναζί, ήρθαν στην εξουσία στη Γερμανία το 1933, το Μπάουχάους διαλύθηκε. Ο Καντίνσκυ μετακόμισε στη Γαλλία και εγκαταστάθηκε στο Νέιγ-συρ-Σεν κοντά στο Παρίσι. Παρόλη την πολιτική αναταραχή της εποχής συνέχισε να ζωγραφίζει, δημιουργώντας μερικά από τα ωραιότερα έργα του όπως το “Μπλέ Ουρανός”
Έζησε την απελευθέρωση του Παρισιού και πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 1944. Σήμερα, ο Καντίνσκυ θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους αφηρημένους ζωγράφους.
(Το θαύμα της Ζωγραφικής (Καντίνσκι), 6ος τόμος, εκδ. Κουμουνδουρέα, σελ. 171-173)

Μια μέρα του 1908, ο Ρώσος ζωγράφος Καντίνσκι μπαίνοντας στο εργαστήρι του αντίκρισε έναν εκπληκτικό πίνακα. Παραξενεύτηκε πολύ γιατί δε θυμόταν να είχε ζωγραφίσει κάτι τέτοιο. Η ομορφιά του πίνακα βρισκόταν στα σχήματα και τα χρώματα. Δεν έδειχνε κάτι που υπάρχει στη φύση. Βέβαια ήταν ένας πίνακας του Καντίνσκι που κατά λάθος τον είχε βάλει πλάγια στο καβαλέτο. Ο Καντίνσκι σκέφτηκε πως τα σχήματα και τα χρώματα φτάνουν για να εκφράσει ο ζωγράφος τα συναισθήματά του. Ήταν το ξεκίνημα της αφηρημένης ζωγραφικής.
Στην αφηρημένη τέχνη ο καλλιτέχνης δε θέλει να μιμηθεί ούτε να αναπαραστήσει τη φύση όπως είναι στην πραγματικότητα. Μερικές φορές ξεκινάει από ένα τοπίο, ένα πρόσωπο ή μια νεκρή φύση. Τα ζωγραφίζει όμως με τέτοιο τρόπο που είναι δύσκολο να τα αναγνωρίσουμε π.χ. τα έργα των κυβιστών. Άλλες φορές χρησιμοποιεί γεωμετρικά ή άλλα σχήματα, χωρίς να έχει κάποια εικόνα της φύσης στο μυαλό του, όπως οι πίνακες του Μοντριάν.
Στη φύση συναντάμε πολλές λεπτομέρειες. Αμέτρητες γραμμές, πολλά σχήματα κι ένα σωρό χρώματα. Ο ζωγράφος ξεδιαλέγει, κρατά ό,τι είναι απαραίτητο και ζωγραφίζει απλά. Αυτό ονομάζεται αφαίρεση.
Το πρώτο αφηρημένο έργο έγινε το 1910 από τον Καντίνσκι με νερομπογιές.
Ο Βασίλι Καντίνσκι (1866-1944), ονομάστηκε “πατέρας” της αφηρημένης τέχνης. Στις δημιουργίες του άφηνε την ψυχή του να τον οδηγεί. Κοιτάζοντας τις ζωγραφιές του νιώθουμε να βυθιζόμαστε μέσα τους. Η ματιά μας θέλει να τις ρουφήξει. Οι γραμμές κυματίζουν, τα υπέροχα χρώματα δείχνουν ανθρώπινα συναισθήματα και τα σχήματα είναι τέλεια υπολογισμένα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. “Πρόκειται για ζωγραφισμένη μουσική” φώναξε κάποιος μόλις είδε μια σειρά έργων του ζωγράφου με τίτλο “Αυτοσχεδιασμοί”.
Ο Αμερικανός Τζάκσον Πόλοκ (1912-1956), έβαλε στην άκρη το καβαλέτο, την παλέτα και τα πινέλα. Άπλωνε στο πάτωμα τεράστιους μουσαμάδες κι εκεί πάνω άρχιζε να στάζει, να πιτσιλίζει και να χύνει παχιά χρώματα. Μερικές φορές χρησιμοποιούσε άμμο ή σπασμένα γυαλιά. Ο ίδιος έλεγε: “όταν ζωγραφίζω δεν ξέρω κι εγώ τι κάνω”. Γύριζε γύρω από το μουσαμά, πατούσε πάνω του, τον δούλευε απ΄ όλες τις μεριές. Σαν να ΄θελε να μπει μέσα στη ζωγραφιά του. Τα έργα του είναι τεράστια και, καθώς τα βλέπουμε, χανόμαστε μέσα σ΄ αυτά.
Ο Ρώσος Καζιμίρ Μάλεβιτς (1878-1935), ζωγράφιζε απλά γεωμετρικά σχέδια (τετράγωνα, κύκλους, τρίγωνα) και τα χρωμάτιζε με καθαρά χρώματα.
Ο Ολλανδός Πιτ Μοντριάν (1872-1944), έψαχνε την απλότητα. Με οριζόντιες και κάθετες γραμμές χώριζε τετράγωνα και ορθογώνια που τα χρωμάτιζε με τα βασικά χρώματα.
(Γρόσδος Σταύρος, Το πανηγύρι των χρωμάτων, εκδ. Μαστορίδη, σελ. 107)

  • «Κάθε έργο τέχνης αποτελείται από δύο στοιχεία: το εσωτερικό και το εξωτερικό. Το εσωτερικό στοιχείο είναι τα συναισθήματα του καλλιτέχνη. Αυτά τα συναισθήματα είναι ικανά να προκαλέσουν και αντίστοιχα συναισθήματα στην ψυχή του θεατή.»
  • «Σκοπός του βιβλίου μου Για το πνευματικό στην τέχνη καθώς και του Γαλάζιου Καβαλάρη ήταν να αφυπνίσουν τη δυνατότητα να βιώνουμε το πνευματικό στα υλικά και αφηρημένα πράγματα. Αυτή η ικανότητα είναι απόλυτα απαραίτητη για το μέλλον και ανοίγει το δρόμο για μια ατελείωτη ποικιλία ενδεχόμενων εμπειριών.»
  • «Τα συναισθήματα είναι επίσης μία γέφυρα από το μη υλικό προς το υλικό (καλλιτέχνης) και από το υλικό προς το μη υλικό (θεατής).»
  • «Τα χρώματα είναι τα πλήκτρα, τα μάτια είν' η αρμονία κι η ψυχή είναι το πιάνο με τις χορδές του. Ο καλλιτέχνης είναι το χέρι που παίζει τ' όργανο κι αγγίζοντας το 'να ή τ' άλλο πλήκτρο, δονεί τη ψυχή».
    • Βασίλι Καντίνσκι, Για το πνευματικό στην τέχνη, μτφ. Μηνάς Παράσχος, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1981.